- ἄκρητον
- ἄκρατοςunmixedmasc/fem acc sg (ionic)ἄκρατοςunmixedneut nom/voc/acc sg (ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιπίνω — ἐπιπίνω (Α) 1. πίνω κατόπιν ή επί πλέον («ἐπιπίνοι δὲ μελίκρητον», Ιπποκρ.) 2. πίνω μετά το φαγητό («κρέ’ ἔδων καὶ ἐπ’ ἄκρητον γάλα πίνων», Ομ. Οδ.) 3. (απολ.) πίνω … Dictionary of Greek